ἀκακία

ἀκακία
ἀκακία, ας, ἡ state of not being inclined to that which is base, innocence, guilelessness (Aristot. et al.; Diog. L. 4, 19; LXX) 1 Cl 14:5 (Ps 36:37) ἀ. ἀσκεῖν Papias (8); w. ἁπλότης (Philo, Op. M. 156; 170; TestIss 5:1) Hv 1, 2, 4; 2, 3, 2; 3, 9, 1. ἐνδύσασθαι ἀκακίαν put on innocence (opp. αἴρειν τ. πονηρίαν) Hs 9, 29, 3; personif. as a Christian virtue v 3, 8, 5; 7; Hs 9, 15, 2.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀκακία — ἀκακίᾱ , ἀκακία shittah tree fem nom/voc/acc dual ἀκακίᾱ , ἀκακία shittah tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκακίᾳ — ἀκακίαι , ἀκακία shittah tree fem nom/voc pl ἀκακίᾱͅ , ἀκακία shittah tree fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια …   Dictionary of Greek

  • ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια …   Dictionary of Greek

  • ακακία — η δέντρο ανθοφόρο διακοσμητικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκακίας — ἀκακίᾱς , ἀκακία shittah tree fem acc pl ἀκακίᾱς , ἀκακία shittah tree fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκακίαι — ἀκακία shittah tree fem nom/voc pl ἀκακίᾱͅ , ἀκακία shittah tree fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκακίαν — ἀκακίᾱν , ἀκακία shittah tree fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκακιῶν — ἀκακία shittah tree fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκακίη — ἀκακία shittah tree fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκακίης — ἀκακία shittah tree fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”